μέσπιλο

μέσπιλο
το (Α μέσπιλον)
ο καρπός τής μεσπιλιάς, αλλ. μέσκουλο, μούσμουλο
αρχ.
1. το φυτό μεσπίλη
2. το φυτό κράταιγος ο αζαρόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. mespilum, -a, από όπου το αρχ. άνω γερμ. mespila (πρβλ. και λ. μούσπουλον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεσπιλώδης — μεσπιλώδης, ῶδες (Α) [μέσπιλον] αυτός που είναι όμοιος με μέσπιλο …   Dictionary of Greek

  • μούσμουλο — το ο καρπός της μουσμουλιάς, το μέσπιλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”